-
1 στοιχειον
τό1) тень от стрелки солнечных часов2) буква ( с точка зрения ее звукового достоинства), звук речиσ. ἐστιν φωνέ ἀδιαίρετος Arst. — звук речи есть звук неделимый;
τὰ τῶν γραμμάτων στοιχεῖα Plat. — звучания букв;κατὰ σ. Anth. — по алфавиту3) филос. (материальное) первоначало, элемент, стихияτὰ τῶν πάντων στοιχεῖα Plat. — мировые стихии;
ἀνηλεὲς σ. Babr. — безжалостная стихия, т.е. море;ἥ ἀρχέ καὴ τὸ σ. Arst. — начало формирующее и начало вещественное4) начало, основа(τὸ ἁπλοῦν καὴ ἀδιαίρετον σ. λέγεται Arst.)
τὸ νόμισμα σ. τῆς ἀλλαγῆς ἐστιν Arst. — деньги являются основой обмена;στοιχεῖα τῆς λέξεως Arst. — части речи5) основная идея, основоположение, принцип(στοιχεῖα περὴ ἀγαθοῦ Arst.)
στοιχεῖα τῶν ἀποδείξεων Arst. — принципы доказательств, т.е. термины силлогизма6) астр. знак Зодиака(τὰ δώδεκα στοιχεῖα Diog.L.)
-
2 στοιχεῖον
στοιχεῖον, τό, eigtl. dim. von στοῖχος, eine kleine aufgerichtete Stange, bes. der Stift an der Sonnenuhr, der den Schatten wirst und dadurch die Stunden des Tages bestimmt, daher auch dieser Schatten selbst, δεκάπουν στοιχεῖον, von der Zeit des Abendessens, Ar. Eccl. 652; vgl. Eubul. bei Ath. I, 8 b u. Poll. 6, 44. – Der Buchstabe, als erster, einfachster Bestandtheil der Rede (στ. ἐστὶ φωνὴ ἀδιαίρετος, Arist. poet. 20), zunächst nur insofern er gesprochen wurde, γράμματα hießen die geschriebenen; τὸ ῥῶ τὸ στοιχεῖον, Plat. Crat. 426 d, u. öfter in diesem Gespräche; vgl. 434 b, ἔστι δὲ ἐξ ὧν συνϑετέον τὰ ὀνόματα, στοιχεῖα; auch γραμμάτων στοιχεῖα, Theaet. 202 e; κατὰ στοιχεῖον, nach der Buchstabenfolge, nach dem Alphabet. – Uebh. die ersten, einfachsten Bestandtheile, πυρὸς στοιχεῖόν τε καὶ σπέρμα, Plat. Tim. 56 b; λάβωμεν τοῦτο οἷον στοιχεῖον ἐπ' ἀμφότερα σώματός τε καὶ ψυχῆς, Legg VII, 790 c; πολιτείας, Isocr. 2, 16. – Bes. die ersten Bestandtheile körperlicher Dinge, die Grundstoffe, Elemente, deren Empedokles zuerst vier annahm und sie ῥιζώματα nannte; περὶ τὰ τῶν πάντων στοιχεῖα, Plat. Polit. 278 c; ἀμφότερα, Erde und Wasser, Polemo 1, 11; σκοπῶμεν ἀρξάμενοι ἀπὸ τῆς τρο φῆς ὥςπερ ἀπὸ τῶν στοιχείων, Xen. Mem. 2, 1, 1; Arist. partt. an. 2, 1. – Bes. auch die Anfangsgründe der Wissenschaften, Elemente, Sp.; στοιχεῖα ἐνϑυμημάτων, die Topik der Schlußarten, Arist. rhet. 2, 22; in der Geometrie die Punkte, Linien, Flächen. – Bei den Alexandrinern = Gestalt, Bild, bes. Bild des Thierkreises, D. L. 1, 102.
-
3 στοιχεῖον
στοιχεῖον, τό:I in a form of sun-dial, the shadow of the gnomon, the length of which in feet indicated the time of day, ὅταν ᾖ δεκάπουν τὸ ς. when the shadow is ten feet long, Ar.Ec. 652, v. Sch.;ὁπηνίκ' ἂν εἴκοσι ποδῶν.. τὸ σ. ᾖ Eub.119.7
, cf. Philem.83.II element,1 a simple sound of speech, as the first component of the syllable, Pl.Cra. 424d; τὸ ῥῶ τὸ ς. ib. 426d;γραμμάτων σ. καὶ συλλαβάς Id.Tht. 202e
;σ. ἐστι φωνὴ ἀδιαίρετος Arist.Po. 1456b22
;φωνῆς σ. καὶ ἀρχαὶ δοκοῦσιν εἶναι ταῦτ' ἐξ ὧν σύγκεινται αἱ φωναὶ πρώτων Id.Metaph. 998a23
, cf.Gal.15.6:— στοιχεῖα therefore, strictly, were different from letters ([etym.] γράμματα), Diog.Bab.Stoic.3.213, Sch.D.T.p.32, al., but are freq. not clearly distd. from them, as by Pl.Tht.l.c., Cra. 426d;τὰ σ. τῶν γραμμάτων τὰ τέτταρα καὶ εἴκοσι Aen.Tact.31.21
; σ. ε ¯ letter ε (in a filing-system), BGU959.2 (ii A.D.); ἀκουόμενα ς. letters which are pronounced, A.D.Adv.165.17; γράμματα and ς. are expressly identified by D.T.630.32; the ς. and its name are confused by A.D. Synt.29.1, but distd. by Hdn.Gr. ap. Choerob.in Theod.1.340, Sch.D.T. l.c.:— in the order of the letters, alphabetically,AP
11.15 (Ammian.); dub.sens.in Plu.2.422e.2 in Physics, στοιχεῖα were the components into which matter is ultimately divisible, elements, reduced to four by Empedocles, who called them ῥιζὤματα, the word στοιχεῖα being first used (acc. to Eudem. ap. Simp.in Ph.7.13 ) by Pl., τὰ πρῶτα οἱονπερεὶ ς, e)c w(=n h(mei=s te sugkei/meqa kai\ ta)/lla Tht. 201e; τὰ τῶν πάντων ς. Plt. 278d;αὐτὰ τιθέμενοι σ. τοῦ παντός Ti. 48b
, cf. Arist.GC 314a29, Metaph. 998a28, Thphr.Sens.3, al., D.L.3.24;σ. σωματικά Arist.Mete. 338a22
, Thphr.Fr.46; ἄτομα ς. Epicur.Ep.2p.36U.; equivalent to ἀρχαί, Thales ap.Plu.2.875c, Anaximand. ap. D.L.2.1, Anon. ap. Arist.Ph. 188b28, Metaph. 1059b23, al.; but Arist. also distinguishes ς. from ἀρχή as less comprehensive, ib.1070b23; τὰ σ. ὕλη τῆς οὐσίας ib.1088b27; τρία τὰ ς. Id.Ph. 189b16; distd. from ἀρχή on other grounds by Stoic.2.111; ς. used in three senses by Chrysipp., ib.136, cf. Zeno ib.1.24, al.; in Medicine, Gal.6.3, 420, al., 15.7, al.;Αἰθέρ, κόσμου σ. ἄριστον Orph.H.5.4
; ἀνηλεὲς ς., of the sea, Babr.71.4; τὸ ς., of the sea, Polem.Cyn.44; ἄμφω τὰ ς., i.e. land and sea, ib.11, cf. Hdn.3.1.5, Him.Ecl.2.18.3 the elements of proof, e.g. in general reasoning the πρῶτοι συλλογισμοί, Arist.Metaph. 1014b1; in Geometry, the propositions whose proof is involved in the proof of other propositions, ib. 998a26, 1014a36; title of geometrical works by Hippocrates of Chios, Leon, Theudios, and Euclid, Procl. in Euc.pp.66,67,68F.: hence applied to whatever is one, small, and capable of many uses, Arist.Metaph. 1014b3; to whatever is most universal, e.g. the unit and the point, ib.6; the line and the circle, Id.Top. 158b35; the τόπος (argument applicable to a variety of subjects), ib. 120b13, al., Rh. 1358a35, al.;στοιχεῖα τὰ γένη λέγουσί τινες Id.Metaph. 1014b10
; τὸ νόμισμα σ. καὶ πέρας τῆς ἀλλαγῆς coin is the unit.. of exchange, Id.Pol. 1257b23; in Grammar, σ. τῆς λέξεως parts of speech, D.H.Comp.2; but also, the letters composing a word, A.D.Synt.313.7; letters of the alphabet, Diog. Bab.Stoic.3.213; σ. τοῦ λόγου the elements of speech, viz. words, or the kinds of words, parts of speech, Thphr. ap. Simp. in Cat.10.24, Chrysipp.Stoic.2.45, A.D.Synt.7.1, 313.6.4 generally, elementary or fundamental principle, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν ς. X.Mem.2.1.1;σ. χρηστῆς πολιτείας Isoc.2.16
; τὸ πολλάκις εἰρημένον μέγιστον ς. Arist.Pol. 1309b16;σ. τῆς ὅλης τέχνης Nicol.Com.1.30
, cf. Epicur. Ep.1p.10U., Ep.3p.59U., Phld.Rh.1.127S., Gal.6.306.5 ἄστρων στοιχεῖα the stars, Man.4.624;σ. καυσούμενα λυθήσεται 2 Ep.Pet.3.10
, cf. 12; esp. planets,στοιχείῳ Διός PLond.1.130.60
(i/ii A.D.); so perh. in Ep.Gal.4.3, Ep.Col.2.8; esp. a sign of the Zodiac, D.L.6.102; of the Great Bear, PMag.Par.1.1303.6 σ. = ἀριθμός, as etym. of Στοιχαδεύς, Sch.D.T.p.192 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοιχεῖον
-
4 βοάω
βοάω, [dialect] Ep. [ per.] 3sg. βοάᾳ, [ per.] 3pl. βοόωσιν, part. βοόων, Il.14.394, 17.265, 15.687: [dialect] Ion.[tense] impf.Aβοάασκε A.R.2.588
: [tense] fut.βοήσομαι Th.7.48
, etc.; [dialect] Dor. (lyr.); laterβοήσω A.R.3.792
, AP7.32 (Jul.), etc. ( (lyr.) is [tense] aor. subj.): [tense] aor.ἐβόησα Il.11.15
, S.Tr. 772, etc.; [dialect] Ep.βόησα Il.23.847
; [dialect] Dor.βόασα B.16.14
; [dialect] Ion.ἔβωσα Il.12.337
, Hdt.1.146, Hippon. 1, Herod. 3.23; sts.in Com., Cratin. 396, Ar. Pax 1155: [tense] pf.βεβόηκα Philostr.VS2.1.11
:—[voice] Med., (perh. [voice] Pass.): [dialect] Ep.[tense] aor.βοήσατο Q.S.10.465
, [dialect] Ion.ἐβώσατο Theoc. 17.60
; part.βοησάμενος Ant.Lib.25.3
:—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] aor.ἐβώσθην Hdt.6.131
: [tense] pf.βεβόημαι AP7.138
([place name] Aceratus), [dialect] Ion. part.βεβωμένος Hdt.3.39
: [tense] plpf.ἐβεβόητο Paus.6.11.3
:—cry aloud, shout,ὀξὺ βοήσας Il.17.89
;ὅσσον τε γέγωνε βοήσας Od.6.294
;πᾶσα γὰρ πόλις βοᾷ A. Ag. 1106
(lyr.);ὡς δράκων β. Id.Th. 381
; β. γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖς ib. 468; οἱ βοησόμενοι men ready to shout (in the ἐκκλησία), D. 13.20; ὁ δῆμος ἐβόησευ .., of acclamations, POxy.41.19 (iii/iv A. D.), cf. Charito 1.1, al., IG12(9).906 (Chalcis, iii A. D.).2 of things, roar, howl, as the wind and waves,οὔτε.. κῦμα τόσον βοάᾳ ποτὶ χέρσον Il.14.394
; resound, echo, ;βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων A.Pr. 431
(lyr.), etc.; βοᾷ δ' ἐν ὠσὶ κέλαδος rings, Id.Pers. 605; τὸ πρᾶγμα φανερόν ἐστιν, αὐτὸ γὰρ βοᾷ it proclaims itself, Ar.V. 921;φαίνεται αὐτὰ τὰ στοιχεῖα βοᾶν ὡς ἑλκόμενα Arist. Metaph. 1091a10
.II c. acc. pers., call to one, call on, Pi. P.6.36, E.Med. 205 (lyr.), Hdt.8.92, X.Cyr.7.2.5, Herod.4.41:— [voice] Med. βοησάμενοι δαίμονας Ant.Lib.l.c.2 c. acc., call for, shout out for, S.Tr. 772;β. τὴν βοήθειαν Hell.Oxy.10.2
.3 c. acc. cogn.,β. βοάν Ar.Nu. 1153
(lyr.); β. μέλος, ἰωάν, S.Aj. 976, Ph. 216 (lyr.);β. λοιγόν A.Ch. 402
(lyr.); (lyr.): c. dupl. acc., βοάσαθ' ὑμέναιον ἀοιδαῖς ἰαχαῖς τε νύμφαν sound aloud the bridal hymn in honour of the bride, ib. 335 (lyr.);ἔλεγον ἰήϊον ἐβόα κίθαρις E.Hyps. Fr.3(1)
.iii 10.4 noise abroad, celebrate, ἡ ῥάφανος ἣν ἐβοᾶτε Alex. 15.7;πρήγματα βεβωμένα ἀνὰ Ἰωνίην Hdt.3.39
;ἐβώσθησαν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα Id.6.131
;οἱ βοηθέντες ἐπὶ χρήμασι Lib.Or.59.155
; βεβοῆσθαι ἀπὸ τοῦ Μαραθῶνος, ἐκ τῶν ἀδικημάτων, Id.Decl.11.18, 5.53.5 c. inf., cry aloud or command in aloud noice to do a thing, S.OT 1287, E.Andr. 297 (lyr.);βοᾶν τινι ἄγειν X.An.1.8.12
; ἐβόων ἀλλήλοις μὴ θεῖν ib.19; also, cry aloud that.., Epicrat.11.31(anap.); β. ὅτι .. X. An.1.8.1, Antiph.125.5.6 [voice] Pass., to be filled with sound, ; to be deafened, Ar.V. 1228. (Cf. βοή.)
См. также в других словарях:
στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek